προαγιάζω

προαγιάζω
προάγιασα, προαγιασμένος, αγιάζω από πριν: Λειτουργία προαγιασμένη.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • προαγιάζω — ΝΜ 1. καθιστώ κάτι άγιο εκ τών προτέρων, αγιάζω προηγουμένως 2. (η μτχ. ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα προηγιασμένα (ενν. δώρα) εκκλ. τα από πριν καθαγιασμένα δώρα τής θείας ευχαριστίας, αυτά που καθαγιάστηκαν σε ειδική λειτουργία 3. φρ. «λειτουργία… …   Dictionary of Greek

  • προηγιασμένος — η, ο, Ν βλ. προαγιάζω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”